Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

με ψυκτικούς θαλάμους

См. также в других словарях:

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

  • σκωριοβάμβακας — Υλικό ορυκτολογικής προέλευσης που χρησιμοποιείται για την απορρόφηση της θερμότητας και του ήχου και αποτελείται από πυριτικές ίνες, προϊόν μηχανικού διαμελισμού σε υψηλή θερμοκρασία. Ο σ. είναι υπόλευκος, απαλός και μοιάζει με το βαμπάκι. Η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»